νεάλεστος

νεάλεστος
νε-άλεστος [pron. full] [ᾰ], ον,
A newly-ground, Sch.Nic.Al.410.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεάλεστος — νεάλεστος, ον (Α) αυτός που έχει αλεστεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αλεστος (< ἀλέθω)] …   Dictionary of Greek

  • νεάλεστα — νεάλεστος newly ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”